ολύρινος

ολύρινος
ὀλύρινος, -η, -ον (Α) [όλυρα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα*
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλυρίνων — ὀλύρινος of fem gen pl ὀλύρινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλύρινοι — ὀλύρινος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”